Η4 Πόσο δίκαιο και βιώσιμο μπορεί να είναι το νέο μοντέλο «πράσινης» αγροτικής ανάπτυξης;
Μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη μετάβαση σε βιώσιμο αγροδιατροφικό μοντέλο αλλά παράλληλα να υποστηρίζονται κερδοσκοπικές και εκμεταλλευτικές οικονομικές δραστηριότητες, η εντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και τα μεγάλα αγροβιομηχανικά συμφέροντα από ανεπτυγμένα κράτη και ισχυρά λόμπι;
Η πράσινη μετάβαση συνοδεύεται από ζητήματα που αφορούν, πέρα από τους αγρότες, και τους λοιπούς εμπλεκόμενους σε ολόκληρη την τροφική αλυσίδα. Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι η μετάβαση θα κατανεμηθεί δίκαια σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη από τους παραγωγούς έως τους καταναλωτές, ότι δεν θα είναι μονοπώλιο των πολυεθνικών ούτε προνόμιο των λίγων και ότι θα επιχειρεί να καταπολεμήσει τις κυρίαρχες καταναλωτικές αντιλήψεις και πρακτικές:
- Μπορεί να φέρει η ‘πράσινη ανάπτυξη’ ριζική αλλαγή στον τρόπο που παράγουμε και καταναλώνουμε; Στον κυρίαρχο λόγο της ‘πράσινης ανάπτυξης’, όπως πηγάζει από τα κείμενα πολιτικών του ΟΗΕ και της ΕΕ, η ενίσχυση της βιωσιμότητας αποβλέπει σε οικονομική μεγέθυνση που προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, ενθάρρυνση των επενδύσεων, αξιοποίηση και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Επομένως, το νέο βιώσιμο πρότυπο κατανάλωσης και παραγωγής που προωθείται δεν αμφισβητεί την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της οικονομίας, τη συσσώρευση κέρδους και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ούτε ασκεί κριτική στην κουλτούρα του καταναλωτισμού, και κατ’ επέκταση δεν συνοδεύεται από μια μείωση της γενικότερης παραγωγής και κατανάλωσης. Αντί λοιπόν να μπαίνουμε σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά προλαμβάνοντας ή μειώνοντας πρωτίστως την κατανάλωση και την παραγωγή αποβλήτων, κινδυνεύουμε να καταναλώνουμε και να παράγουμε περισσότερο, χρησιμοποιώντας ολοένα και περισσότερη ενέργεια που έχει οικολογικό κόστος όσο «καθαρή» και αν είναι ή να επαναπαυόμαστε ανακυκλώνοντας.
- Η επιβράβευση των πράσινων τεχνολογιών και το «πρασίνισμα» των επιδοτήσεων: Το «πρασίνισμα» της γεωργίας απαιτεί από τους αγρότες φιλικές προς το περιβάλλον καλλιεργητικές μεθόδους και πρακτικές, και όσοι/ες το κάνουν θα εισπράξουν και περισσότερες άμεσες ενισχύσεις. Πέρα όμως από παραδοσιακές οικολογικές πρακτικές όπως η αμειψισπορά (εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι για τον εμπλουτισμό του εδάφους), οι αναβαθμίδες ή η αποφυγή υπερβόσκησης, για πολλές από τις προτεινόμενες αλλαγές απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις, βάθος χρόνου, τεχνική κατάρτιση και επίπονη προσπάθεια για να υλοποιηθούν, ενώ συχνά υπονοούν μεγαλύτερη «ευελιξία» στις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής (π.χ. σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εκτροφής των ζώων, στη χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και γεωργία ακριβείας, στη μείωση των υδατοβόρων καλλιεργειών, στη δέσμευση άνθρακα στο έδαφος κλπ.).
- Ποιοι ελέγχουν τη βιοποικιλότητα; Οι μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων συνεχίζουν να είναι κυρίως αυτές που καταφέρνουν να ενσωματώσουν την καινοτομία στη γεωργία (π.χ. υβρίδια που βοηθούν τους παραγωγούς να παράγουν περισσότερα, ενώ χρησιμοποιούν λιγότερους πόρους, σύγχρονες τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνιών- ΤΠΕ της «έξυπνης γεωργίας») ώστε να βελτιώσει τις περιβαλλοντικές επιδόσεις (μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των προϊόντων).
- Νέες γονιδιωματικές τεχνικές και οι πιθανοί κίνδυνοι: Οι νέες γονιδιωματικές τεχνικές (NGTs) που προτάθηκαν προσφάτως από την Ε.Ε. στο πλαίσιο της ανάγκης ενίσχυσης της ανθεκτικότητας και της αυτονομίας του ευρωπαϊκού συστήματος τροφίμων στο πλαίσιο της πανδημίας και του πολέμου, έχουν πυροδοτήσει τις έντονες αντιδράσεις των βιοκαλλιεργητών της Ευρώπης που ζητούν την απαγόρευσή τους. Βασικό επιχείρημα αντίθεσης αποτελεί το γεγονός ότι θα έπρεπε να ταξινομούνται ως γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (ΓΤΟ) και να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την αυστηρή ευρωπαϊκή νομοθεσία για τους ΓΤΟ, επειδή δημιουργούν στοχευμένες μεταλλάξεις στο γονιδίωμα των ζωντανών οργανισμών και μπορεί να προκαλέσουν άγνωστες μέχρι στιγμής και πιθανώς ακούσιες αλλοιώσεις της βιοποικιλότητας και της προφύλαξης της υγείας.
- Ποιος επωμίζεται το κόστος της αναγκαίας μετάβασης; Ποιοι παραγωγοί μπορούν τελικά να επενδύσουν προκειμένου να ενσωματώσουν στην παραγωγή καινοτομίες και νέες τεχνολογίες και να προετοιμαστούν δηλαδή κατάλληλα για μια γρήγορη και με την κατά το δυνατόν μικρότερη απώλεια και κόπο μετάβασης στο νέο σύστημα; Σε τι βαθμό οι νέοι όροι δικαιοσύνης και ισότιμης πρόσβασης στη γη και στους πόρους συμβάλλουν στη διατήρηση των οικοσυστημάτων και των δικαιωμάτων των μικρών παραγωγών; Αρκεί να πληρώνουν περισσότερο αυτοί που μολύνουν περισσότερο ή απαιτείται μια πιο ριζική αλλαγή στον τρόπο του παράγουμε και καταναλώνουμε;
Γιατί αυξάνονται συνέχεια οι τιμές των προϊόντων ενώ μειώνεται το κόστος παραγωγής; Αν το «πρασίνισμα» της τροφής αποτελεί προνόμιο των μονοπωλιακών ομίλων που προωθούν την «πράσινη» συμφωνία τότε το διατροφικό σύστημα θα συνεχίσει να ελέγχεται από εταιρίες-κολοσσούς οι οποίες θα έχουν τον κύριο λόγο για την αύξηση των τιμών. Έτσι, η βιώσιμη κατανάλωση τροφίμων υγιεινών τροφίμων θα βασίζεται στη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και η ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού κόστους των προϊόντων δεν θα μπορεί να την καθιστά οικονομικά προσιτή για όλους, αποκλείοντας ιδίως τα φτωχά νοικοκυριά.