Η1 Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ): στροφή από την εντατική παραγωγή στη βιώσιμη ανάπτυξη
Η κρίση του εντατικού γεωργικού μοντέλου | Η δεκαετία του 1980 σηματοδοτείται από την είσοδο της Ελλάδας στην (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ξεκίνημα της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) ή Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ). Η ένταξη σηματοδότησε μια ταχεία διαδικασία εκσυγχρονισμού του πλαισίου λειτουργίας του πρωτογενούς τομέα, εντατικοποίησης των συστημάτων παραγωγής, και αύξησης των αγροτικών εισοδημάτων. , Μετά από μια περίοδο έκδηλης ευμάρειας σε πολλές περιοχές της ελληνικής υπαίθρου δεν άργησαν να φανούν τα πολλαπλά σημάδια της κρίσης: στρεβλώσεις της αγοράς αγροτροφίμων, περιβαλλοντικά προβλήματα, μείωση ανθρώπινου δυναμικού στη γεωργία, ανισότητες.
Η κρίση του εντατικού γεωργικού μοντέλου στη βάση της συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας και η ανάγκη για πιο δίκαιη και πιο οικολογική πολιτική με γνώμονα το κοινό καλό σηματοδότησαν τις βασικές αναθεωρήσεις της ΚΓΠ:
- Η εντατικοποίηση της παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν από τους βασικούς στόχους της ΚΓΠ, που τέθηκε σε εφαρμογή το 1962 αποσκοπώντας στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής γεωργίας μεταπολεμικά και στη διατροφική ανεξαρτησία της Ευρώπης. Ο πρωτογενής τομέας θα έπρεπε να εκσυγχρονισθεί ώστε να καταπολεμηθεί η έλλειψη τροφίµων, να αυξηθούν τα γεωργικά εισοδήματα, που ήταν πολύ χαμηλότερα από ό,τι σε άλλους τομείς, να εξασφαλιστούν φθηνές πρώτες ύλες για τη βιομηχανία τροφίμων και να διασφαλιστεί διατροφική επάρκεια σε λογικές τιμές. Η αύξηση της παραγωγικότητας, από τη μια πλευρά διασφάλιζε σταθερή τροφοδοσία της αγοράς και ένα σχετικά ικανοποιητικό εισόδημα για τον αγροτικό πληθυσμό, από την άλλη επηρέασε αναπόδραστα τον τρόπο παραγωγής, επεξεργασίας και συσκευασίας των τροφίμων , που απαιτούσε εκβιομηχάνιση και διαρκή εκσυγχρονισμό του πρωτογενούς τομέα. Ο σύγχρονος όμως αυτός τρόπος εντατικής παραγωγής/εργοστασιακής κτηνοτροφίας φάνηκε στην πορεία να δημιουργεί τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος λόγω εκτεταμένης χρήσης χημικών συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, υβριδικών σπόρων, ορμονών, κατασπατάλησης ενέργειας, νερού και άλλων φυσικών πόρων, ενώ οδήγησε στην αύξηση των προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την ποιότητα και την ποσότητα των τροφίμων που καταναλώνουμε (υπερκατανάλωση και σπατάλη τροφίμων, αλλεπάλληλα διατροφικά σκάνδαλα, προβλήματα υγείας λόγω κακής διατροφής κλπ.). Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι το εισόδημα των γεωργών παρέμενε στάσιμο, παρά τη στήριξη της κοινής αγροτικής πολιτικής και τη θεαματική μεγέθυνση του παραγόμενου προϊόντος, ενώ ολοένα και μεγάλωναν οι ανισότητες μεταξύ παραγωγών (μικροί-μεγάλοι), περιοχών (πεδινές- ορεινές και μειονεκτικές) και χωρών (πλούσιες και φτωχές).
- Η αναποτελεσματικότητα της εισοδηματικής ενίσχυσης των αγροτών και η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας: Προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα και διαθεσιμότητα των τροφίμων, οι αγρότες λάμβαναν άμεση οικονομική στήριξη μέσω επιδοτήσεων της ΚΓΠ σύμφωνα με τον όγκο της παραγωγής τους και διασφάλιζαν εγγυημένη κατώτατη τιμή για τα προϊόντα τους. Καλλιεργώντας κυρίως ή αποκλειστικά συγκεκριμένα επιδοτούμενα προϊόντα (π.χ. βαμβάκι, ζαχαρότευτλα) δημιουργήθηκε η λογική της μονοκαλλιέργειας, επιφέροντας ανισορροπίες στη σύνθεση της εγχώριας παραγωγής, με περιφερειακές εξειδικεύσεις και ελλείμματα βασικών διατροφικών προϊόντων. Για παράδειγμα, η Ελλάδα παρά τις ευρείες παραγωγικές δυνατότητες που διαθέτει στον πρωτογενή τομέα, ενώ παρουσίαζε αυτάρκεια σε αρκετά βασικά προϊόντα (π.χ. μαλακό σιτάρι, ζάχαρη) πριν την ενσωμάτωσή της στην ΕΟΚ/ΕΕ, βρέθηκε στην πορεία ελλειμματική σε βασικά είδη διατροφής (π.χ. μαλακό σιτάρι), ή εξακολουθεί να μην καλύπτει τις ανάγκες της σε ζωικά προϊόντα (χοιρινό και βόειο κρέας και γαλακτοκομικά) και ζωοτροφές. Ο προσανατολισμός στην εισοδηματική λογική είσπραξης επιδοτήσεων παρά στην παραγωγική και οικονομική αναδιάρθρωση και στις επενδύσεις, κατέστησε την ελληνική γεωργία ευάλωτη στο διεθνή ανταγωνισμό (ψηλό κόστος παραγωγής, χαμηλή παραγωγικότητα), προσφεύγοντας σε φθηνές εισαγωγές από άλλες χώρες, ακόμα και για τα οπωροκηπευτικά (βλ. πατάτες, κρεμμύδια, λεμόνια). Το μοντέλο αυτό οικονομικής ενίσχυσης των αγροτών με βάση τον όγκο της παραγωγής αποδείχτηκε ιδιαίτερα δαπανηρό για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό οδηγώντας σε υπερπαραγωγή και απόρριψη στις χωματερές (πλεονασματικών) προϊόντων (π.χ. φρούτα, κηπευτικά) λόγω αδυναμίας απορρόφησής τους από την εγχώρια και την ευρωπαϊκή αγορά είτε σε διαρθρωτικές ελλείψεις. Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα, η πρώτη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ το 1992 σηματοδοτεί τη μετακίνηση της ευρωπαϊκής πολιτικής προς την «εκτατικοποίηση» των συστημάτων παραγωγής, περνώντας από ένα σύστημα στήριξης της αγοράς (απεριόριστες εγγυημένες τιμές με βάση τον όγκο παραγωγής) στην άμεση εισοδηματική στήριξη των αγροτών, δίνοντάς τους κίνητρα να υιοθετήσουν τα νέα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα (π.χ. αγρανάπαυση, βιολογική γεωργία, επισκευή ξερολιθιών) και να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους (ορθές πρακτικές, τοπικά χαρακτηριστικά). Αργότερα, η μεταρρύθμιση του 2013 θα έπρεπε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας χιλιετίας, που πέρα από την διατροφική επάρκεια, θέτει τα προτάγματα της κλιματικής αλλαγής, των συνθηκών διαβίωσης των ζώων, την ασφάλεια των τροφίμων και τη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων, καθώς και το πρόβλημα της εγκατάλειψης της οικογενειακής γεωργίας και της γήρανσης των αγροτών. Κρίνεται λοιπόν αναγκαία η συμπληρωματική στήριξη των μικρότερων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κίνητρα για την εγκατάσταση νέων αγροτών.
- Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες μεταξύ αγροτικών περιοχών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Πέρα από το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και το κόστος της δημόσιας υγείας, η ΚΓΠ οδήγησε στη διόγκωση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και εντός των χωρών. Τα μεγάλα χρηματικά ποσά που εισέρευσαν στην ελληνική ύπαιθρο μέσω των επιδοτήσεων βελτίωσαν σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο διαβίωσης ορισμένων αγροτών, ωστόσο επέφεραν ανισορροπίες στα επίπεδα ανάπτυξης, αφήνοντας απέξω μειονεκτικές και απομακρυσμένες περιοχές που αποτελούσαν την πλειονότητα των καλλιεργούμενων εδαφών, και στις οποίες συνεχίστηκε η αγροτική έξοδος. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθούν τα ήδη μεγάλα αγροκτήματα και οι εντατικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις ισχυρά επιδοτούμενων προϊόντων (όπως το βαμβάκι και το καλομπόκι), που αναπτύσσονταν κατά κύριο λόγο σε πεδινές, πιο εύφορες και παραγωγικές περιοχές (π.χ. Θεσσαλία, Μακεδονία), και να περιθωριοποιηθούν οι μικροί παραγωγοί που βρίσκονταν κυρίως σε μειονεκτικές και απομακρυσμένες ορεινές ή/και νησιωτικές περιοχές, διότι δεν μπορούσαν λόγω θέσης, γεωμορφολογίας ή μεγέθους και τύπου εκμετάλλευσης να ανταπεξέλθουν στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της αύξησης της παραγωγικότητας και να εφαρμόζουν βιομηχανοποιημένες μεθόδους. Έτσι, η ΚΓΠ δεν μπορούσε να εγγυηθεί δίκαιες τιμές και ασφαλείς θέσεις εργασίας για τους περισσότερους παραγωγούς.
Στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η αποτυχία του μοντέλου της διαρκούς αύξησης της παραγωγικότητας συνδέθηκε με τις καταστροφικές συνέπειες της μαζικής χρήσης επικίνδυνων χημικών ουσιών/λιπασμάτων/φυτοφαρμάκων/ορμονών στα φυσικά οικοσυστήματα, στην κλιματική αλλαγή, σε ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας των διατροφικών προϊόντων (μεγάλα διατροφικά σκάνδαλα) και στην επιβάρυνση της ανθρώπινης υγείας. Ως αντίδραση στην εντατικοποίηση της ευρωπαϊκής γεωργίας και στα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα ενδυναμώθηκαν τα καταναλωτικά και περιβαλλοντικά κινήματα τις δεκαετίες του 1980 και 1990, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το ενδιαφέρον της κοινωνίας σε περιβαλλοντικά και ηθικά ζητήματα παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων, να ασκηθεί πίεση και κριτική στις ευρωπαϊκές πολιτικές και να αναδειχθεί το κοινωνικό αίτημα για περισσότερη πληροφόρηση, περιβαλλοντικό και κοινωνικό έλεγχο. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις ανισορροπίες και πιέσεις στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, οδήγησαν σε πολλαπλές αναθεωρήσεις της ΚΓΠ που ειδικά μετά το 2000 θέτουν διαρκώς νέες προτεραιότητες σχετικά με το πώς η αγροτική ανάπτυξη και το αγροδιατροφικό σύστημα μπορούν να γίνουν βιώσιμα, παρέχοντας πιο υγιεινή τροφή, πιο ασφαλές περιβάλλον και κλίμα, δίκαιο εισόδημα και ποιοτικές θέσεις εργασίας, καθώς και προστασία των µικροκαλλιεργητών και των τοπικών προϊόντων.